Ο Γιώργος έβλεπε τις εικόνες της παλιάς του ζωής να ξεδιπλώνονται μπροστά του. Οι αναμνήσεις ήταν σαν ένας καταιγισμός που τον παρέσυρε σε έναν αισθητικό παράδεισο. Εκείνη την εποχή, είχε όλα όσα επιθυμούσε. Η καριέρα του ως αρχιτέκτονας ήταν ακμαία, το ρετιρέ του πλημμύριζε από πολυτέλεια, και ο γάμος του με τη Λόρα ήταν μια σχέση που άνθιζε στην αμοιβαία αγάπη και σεβασμό.
Ήταν ένα ζευγάρι που προξενούσε φθόνο και θαυμασμό στους άλλους. Η ζωή τους ήταν στενά πλεγμένη, τα όνειρά τους συνδέονταν αρμονικά. Το γέλιο της Λόρας, γεμάτο αισιοδοξία και ειλικρίνεια, ακούγονταν ακόμα ζωντανό στη μνήμη του. Ήταν μια έντονη αντίθεση με την τώρα σιωπή που τον περιβάλλει. Πώς μπορούσε αυτή η ζωή που κάποτε ήταν γεμάτη ζωντάνια και ενέργεια να έχει μετατραπεί σε αυτό το άδειο και στείρο τοπίο;
Ο Γιώργος έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να θυμηθεί τις λεπτομέρειες, τις στιγμές της ευτυχίας που είχε ζήσει. Η ανάμνηση της αγκαλιάς τους στο πρωινό ξύπνημα, των χεριών τους να δένονται στο πάρκο, των ταξιδιών που κάνανε μαζί… Όλα αυτά τον έκαναν να αισθάνεται μια βαθιά μελαγχολία. Και τώρα, η ζωή του φαινόταν απομονωμένη και αποσυνδεδεμένη από την πραγματικότητα που είχε γνωρίσει κάποτε.