Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά καθώς πλήρωνε το ψωμί. Τα γεγονότα του πρωινού επαναλαμβάνονταν στο μυαλό του Τζορτζ, κάνοντάς τον πιο ανήσυχο. Ένιωθε να μπλέκεται σε ένα μυστήριο με τη Ζωή και τον Ρεξ στο επίκεντρο. Το σπίτι τους, που κάποτε ήταν ένα ασφαλές μέρος, τώρα το ένιωθε μακρινό και άγνωστο. Ο Τζορτζ ένιωθε σαν ξένος, περιτριγυρισμένος από μυστικά που ξεδιπλώνονταν. Το να κρατάει το ζεστό, μαλακό ψωμί ήρθε σε έντονη αντίθεση με την ψυχρή αβεβαιότητα που ένιωθε ο Τζορτζ μέσα του.
Καθώς έφτανε στο σπίτι, ο Τζορτζ προσπάθησε να συμπεριφερθεί σαν να ήταν όλα φυσιολογικά. Δεν ήθελε να κινήσει υποψίες στη Ζωή. Ωστόσο, το μυαλό του δεν μπορούσε να αποτινάξει το περίεργο γραπτό μήνυμα και τον παράξενο τρόπο με τον οποίο η Ζωή είχε ξεγλιστρήσει από το βενζινάδικο. Ο Γιώργος ένιωθε ανήσυχος, περιτριγυρισμένος από αναπάντητα ερωτήματα. Δεν μπορούσε να διώξει την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.