Ο σκύλος του έτρεξε απροσδόκητα στο δάσος – Όταν τελικά το βρήκε, το αίμα του πάγωσε!

Η αρκούδα έκανε μερικά κουτσαίνοντας βήματα, σταματώντας να κοιτάξει τον Τζέικομπ με μια επιτακτική ανάγκη που δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Οι κινήσεις της ήταν αργές, σκόπιμες και γεμάτες πόνο. Αψηφώντας κάθε ίχνος ενστίκτου επιβίωσης, ο Τζέικομπ ακολούθησε. Ο σφυγμός του χτυπούσε δυνατά στα αυτιά του καθώς μπήκε βαθύτερα στο δάσος.

Τα κλαδιά έπιαναν τα ρούχα του και το έδαφος γινόταν ανώμαλο κάτω από τις μπότες του. Το φως που έσβηνε έβαφε τα πάντα σε γκρίζες αποχρώσεις, ενώ τα πανύψηλα δέντρα σχημάτιζαν έναν δυσοίωνο θόλο από πάνω. Η αρκούδα προχωρούσε, με το κουραστικό της βάδισμα και τις περιστασιακές παύσεις της να φανερώνουν την εξάντλησή της.