Η αρκούδα προχώρησε με μετρημένο και ήρεμο ρυθμό και η Σαμάνθα ακολούθησε, με τα μάτια της σε εγρήγορση για κάθε εμπόδιο που θα μπορούσε να βρεθεί στο δρόμο της. Κάθε βήμα τους οδηγούσε βαθύτερα στην καρδιά του δάσους, με τη Σαμάνθα να περιηγείται προσεκτικά στις ρίζες των δέντρων και στο ανώμαλο έδαφος, ενώ παράλληλα είχε τον οδηγό της στο οπτικό της πεδίο.
“Πού με πας;” ψιθύρισε στον πυκνό αέρα του δάσους, με τη φωνή της να διανθίζεται με ένα μείγμα ανησυχίας και ίντριγκας. Στο μυαλό της πέρασε η σκέψη να τολμήσει να προχωρήσει παραπέρα χωρίς να ενημερώσει κανέναν για το πού βρισκόταν, μια ριψοκίνδυνη απόφαση που την βάραινε. Ωστόσο, η Σαμάνθα απέρριψε γρήγορα την ιδέα να ζητήσει βοήθεια, πεπεισμένη ότι ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Αντ’ αυτού, αποφάσισε να βασιστεί σε ένα εφεδρικό σχέδιο, αν παραστεί ανάγκη, μια σιωπηλή υπόσχεση στον εαυτό της ότι δεν ήταν τόσο απροετοίμαστη όσο ένιωθε.