Μια περιπετειώδης νύχτα, ο Ντάνιελ καθόταν στη σκηνή του, με την ανάσα του να κυλάει στον παγωμένο αέρα, με τα μάτια του να σαρώνουν το απέραντο σκοτάδι μέσα από το μικρό παράθυρο. Ο ουρλιαχτός άνεμος είχε κοπάσει, αφήνοντας μόνο την απόκοσμη ησυχία του δάσους. Ένιωθε σαν το ίδιο το βουνό να κρατούσε την αναπνοή του.
Τότε ήρθε ο ήχος. Όχι το βογγητό των δέντρων που μετακινούνται ή ο ψίθυρος του ανέμου ανάμεσα στα πεύκα – αλλά κάτι βαθύτερο, βαρύτερο. Μια ανάσα. Αργή, προσεκτική, ακριβώς πέρα από την εμβέλεια του φωτός της φωτιάς. Ο Ντάνιελ σκληρύνθηκε, κρατώντας τη λαβή του μαχαιριού του. Κάτι ήταν εκεί έξω και τον παρακολουθούσε.