“Κανείς δεν θα ελέγξει τις τσάντες του Ιάσονα”, είχε δηλώσει, κοιτάζοντας κατάματα όποιον τολμούσε να την αμφισβητήσει. Ο Τζέισον ένιωσε την προστατευτικότητά της, αλλά αυτό ελάχιστα ανακούφισε τον πληγωμένο εγωισμό του. Αντί να νιώσει παρηγοριά από την υπεράσπιση της Βαλέρια, ο Ιάσονας ένιωσε ταπεινωμένος.
Μισούσε που χρειαζόταν να τον υπερασπιστεί εκείνη, λες και δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η καχυποψία της οικογένειάς της, σε συνδυασμό με τον οίκτο στα μάτια της, τον έκανε να νιώθει μικρότερος και πιο ανεπαρκής.