Μέσα, ο Ρόμπερτ καθόταν στο σαλόνι, κρατώντας σφιχτά τον φακό. Η λογική του πλευρά τον μάλωνε που αμφισβητούσε τη Νάταλι, ενώ το ένστικτό του ψιθύριζε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αναστέναξε βαριά, άφησε τον φακό κάτω και αποφάσισε να την αντιμετωπίσει το πρωί.
Αποφάσισε να αφήσει την οικογένεια να μείνει αναπαυτικά για τη νύχτα και αντ’ αυτού να τους ζητήσει να μετακομίσουν το πρωί. Είχε κάνει μια καλή πράξη, αλλά το να αφήσει την κατάσταση να παραταθεί ένιωθε απερίσκεπτο. Προετοιμάστηκε για τη συζήτηση που σκόπευε να κάνει με τη Νάταλι και αποσύρθηκε στο κρεβάτι για τη νύχτα.