Η ηλικιωμένη κυρία φόρεσε βιαστικά το παλτό της, έβαλε το λευκό μάλλινο σκουφάκι της στα φρεσκοκομμένα μαλλιά της και βγήκε από το κομμωτήριο. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω της, οι άλλες κομμώτριες ξέσπασαν σε γέλια. Όλο το προσωπικό της Έμμας έδειχνε τη φιγούρα που αποχωρούσε και την Έμμα, με το κέφι τους να γεμίζει το δωμάτιο.
Τα κορίτσια δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι είχε κάνει η Έμμα στην καημένη τη γυναίκα. Αστειεύτηκαν ότι ίσως η Έμμα θα έπρεπε να ανακαλέσει την άδεια κομμωτικής ή να σπάσει το ψαλίδι της. Η Έμμα προσπάθησε να γελάσει μαζί τους, αλλά η καρδιά της δεν το ήθελε.