Η Αμέλια ανάγκασε την Αμέλια να χαμογελάσει, γνέφοντας αργά, αλλά το μυαλό της βούιζε από αβεβαιότητα. Η εξήγηση δεν της καθόταν καλά- της φάνηκε σαν μια βολική κάλυψη για κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια. Προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία της, η Αμέλια αποχώρησε για το μπάνιο.
Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, ακούμπησε βαριά στον νιπτήρα, με τις αναπνοές της να έρχονται σε ρηχές, ανομοιόμορφες εκρήξεις. Κοιτάζοντας την αντανάκλασή της, προσπάθησε να σταθεροποιήσει τις σκέψεις της που έτρεχαν, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της.